Monday, April 4, 2011

Δεν ξέρουμε... τι ψάρια πιάνουμε!

Αναδημοσίευση από τη Real News. Το θέμα έχει επανέλθει πολλές φορές αλλά δε γίνεται τίποτα προς το παρόν...

Ανενεργό παραμένει από το 2009 το Εθνικό Πρόγραμμα Συλλογής Αλιευτικών Δεδομένων για διοικητικούς, σύμφωνα με το υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σαφή δεδομένα για τα ιχθυαποθέματα, για τα είδη και τις ποσότητες των ψαριών που αλιεύονται, αλλά και για τις ποσότητες των αλιευμάτων που απορρίπτονται πάλι στη θάλασσα. Την ώρα που η Ευρωπαία επίτροπος Αλιείας Μαρία Δαμανάκη έχει παρουσιάσει σειρά προτάσεων για την αυστηροποίηση ορισμένων κανονισμών ώστε η αλιεία να καταστεί και πάλι βιώσιμη, η Ελλάδα ψαρεύει σε θολά νερά.


Παγωμένο
Στόχος του εθνικού προγράμματος, στο πλαίσιο του οποίου περιλαμβάνεται σειρά δράσεων, είναι η ορθολογική διαχείριση των αλιευτικών πόρων της χώρας. Οι εκφορτώσεις, οι απορρίψεις αλιευμάτων, η καταγραφή βιολογικών και οικονομικών δεδομένων είναι ορισμένες από τις δράσεις βάσει των οποίων παρακολουθείται η αλιεία.

«Το εν λόγω πρόγραμμα λειτούργησε συνεχόμενα από το 2003 έως το 2006, το 2007 δεν λειτούργησε, ενώ το 2008 λειτούργησε για ορισμένους μήνες», αναφέρει η ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, Βασιλική Βασιλοπούλου.

«Είμαστε υποχρεωμένοι από την κοινοτική νομοθεσία να παρακολουθούμε και να συγκεντρώνουμε στοιχεία για πολλές παραμέτρους. Αν και δεχόμαστε πολλές πιέσεις από την Ευρώπη, το εθνικό πρόγραμμα, που αποτελεί βασικό εργαλείο για την παρακολούθηση της αλιείας στο σύνολό της, δεν λειτουργεί», συμπληρώνει η τεχνολόγος - ιχθυολόγος του Ινστιτούτου Αλιευτικής Ερευνας, Αγγελική Αδαμίδου.

«Αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, καταγράφονται μόνο οι εκφορτώσεις από τις μηχανότρατες και τα γρι-γρι, γιατί αυτά τα εργαλεία είναι υποχρεωμένα να εκφορτώνουν σε ιχθυόσκαλες και λιμάνια. Για τα υπόλοιπα δεν υπάρχουν στοιχεία για τα είδη και τις ποσότητες που αλιεύουν», εξηγεί η Α. Αδαμίδου. Οι αριθμοί μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτή την περίπτωση, καθώς στην Ελλάδα από τα περίπου 17.000 αλιευτικά σκάφη, τα 736 είναι μηχανότρατες και γρι-γρι.

Ανύπαρκτη είναι και η καταγραφή των απορριπτόμενων αλιευμάτων, η μείωση των οποίων αποτελεί κύριο στόχο των προτάσεων της επιτρόπου Αλιείας. Με τον όρο απορριπτόμενα εννοούμε όλα τα αλιεύματα που καταλήγουν στη θάλασσα, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους νεκρά, είτε γιατί δεν έχουν εμπορική αξία, είτε γιατί το μέγεθος τους είναι τόσο μικρό και για τον λόγο αυτό απαγορεύεται η εκφόρτωσή τους, είτε, τέλος, γιατί θεωρούνται ανεπιθύμητα, όπως π.χ. θαλάσσιες χελώνες και δελφίνια.

Η πρακτική αυτή πλήττει πρωτίστως τη βιοποικιλότητα και στη συνέχεια τους ίδιους τους ψαράδες. Η υπεραλίευση σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλά από τα είδη που απορρίπτονται ξανά στη θάλασσα δεν έχουν αναπαραχθεί οδηγούν στην μείωση των αποθεμάτων. Οι αλιείς, από την πλευρά τους, βλέποντας τα δίχτυα τους να αδειάζουν, εντείνουν τις προσπάθειές τους για μεγαλύτερες ψαριές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που συνεχώς διευρύνεται.

«Είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε το εθνικό πρόγραμμα, όμως σήμερα δεν έχουμε στοιχεία για το τι συμβαίνει με τα απορριπτόμενα αλιεύματα. Αν το πρόγραμμα λειτουργούσε θα είχαμε, για παράδειγμα, εικόνα για την αλλαγή που επήλθε το 2009, μια χρονιά αργότερα από τότε που ίσχυσε ο κανονισμός για την αντικατάσταση των διχτυών στις μηχανότρατες», αναφέρει η προϊστάμενη της Διεύθυνσης Αλιείας του ΥΘΥΝΑΛ, Μαρίνα Πέτρου.


Πληγή τα απορριπτόμενα αλιεύματα
Για ένα κιλό ψάρι που είναι εμπορεύσιμο πετιούνται στη θάλασσα 800 γραμμάρια θαλάσσιων οργανισμών. Κατά κύριο λόγο αυτή την πρακτική ακολουθούν οι μηχανότρατες, όπου οι απορρίψεις κυμαίνονται από 35% έως 55%, ενώ στην παράκτια αλιεία αυτό το ποσοστό φτάνει το 10%.

«Βέβαια, αν αναλογιστούμε πως στη χώρα μας υπάρχουν περίπου 16.000 τέτοια σκάφη, μπορούμε να καταλάβουμε σε τι ποσότητες αντιστοιχεί αυτό το ποσοστό. Αν και δεν έχουμε φθάσει σε σημείο να έχουμε καταρρεύσεις αποθεμάτων, τα περισσότερα είδη δείχνουν σημαντικά σημάδια μείωσης», εξηγεί η Βασιλική Βασιλοπούλου. Παράδειγμα αποτελεί ο μπακαλιάρος καθώς, αν και θεωρείται εμπορεύσιμος, όσα ψάρια του είδους είναι μικρότερα των 20 εκατοστών -ελάχιστα επιτρεπόμενο μέγεθος αλίευσης- απλώς ξαναπετιούνται στη θάλασσα.

«Μια μηχανότρατα μπορεί να πετάει στη θάλασσα μέχρι και μισό τόνο ψάρια την ημέρα. Για τα δε μπακαλιαράκια οι ποσότητες που πετιούνται, ειδικά τον Απρίλιο και τον Μάιο, είναι τεράστιες. Λύσεις υπάρχουν και πρέπει όλοι να συνεργαστούν. Για παράδειγμα, εμείς ως παράκτιοι μπορούμε να βελτιώσουμε τις μεθόδους μας όσον αφορά το άνοιγμα του ματιού στο δίχτυ, για να μειωθούν τα απορριπτόμενα», επισημαίνει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Παράκτιων Αλιέων Νότιου Αιγαίου, Δημήτρης Ζάννες.

Από την πλευρά τους, πάντως, οι αλιείς που έχουν συντελέσει στην άσχημη κατάσταση που επικρατεί στη θάλασσα σήμερα, θέτουν επιπλέον το ζήτημα της επαρκούς λειτουργίας των μηχανισμών ελέγχου. «Η κατάσταση στην αλιεία όλο και χειροτερεύει. Το Λιμενικό αδυνατεί πλήρως να ελέγξει την κατάσταση, τα σκάφη δεν επαρκούν ή έχουν βλάβες. Εχουμε προτείνει τη δημιουργία Αλιειοφυλακής, γιατί αυτή τη στιγμή όποιος ψαρεύει παράνομα δεν συλλαμβάνεται. Αν πάλι συλληφθεί, τα πρόστιμα είναι μηδαμινά σε σχέση με τα κέρδη που μπορεί να αποκομίσει», εξηγεί ο Δ. Ζάννες.

ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΣΙΜΙΤΣΙΑΔΗ

No comments:

Post a Comment